- κροταφίζω
- κροταφίζω (AM) [κρόταφος]χτυπώ κάποιον στους κροτάφους.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐκροταφίσθη — κροταφίζω strike on the temples aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους … Dictionary of Greek